τραγογένης

τραγογένης
ο, Ν
1. αυτός που έχει γέ
νεια τράγου, τραγοπώγων
2. (επιτιμητικά) αυτός που διατηρεί μακριά γενειάδα
3. (ως υβριστικός χαρακτηρισμός κληρικού) τραγόπαπας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -γένης (< γένι), πρβλ. ασπρο-γένης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τραγογένης — ο 1. αυτός που έχει γένια σαν του τράγου. 2. όποιος έχει γένια και μάλιστα ο κληρικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιγοπώγων — ( ωνος), ο αυτός που έχει γένια όμοια με τής κατσίκας, τραγογένης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ, αἰγὸς + πώγων] …   Dictionary of Greek

  • τραγοπώγων — ωνος, ο, ΝΑ 1. αυτός που έχει πώγωνα τράγου, τραγογένης 2. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σύνθετα τής τάξης αστερώδη και περιλαμβάνει 50 περίπου είδη ποωδών… …   Dictionary of Greek

  • τραγόπαπας — ο, Ν (χλευαστικά) παπάς, τραγογένης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + παπάς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”