- τραγογένης
- ο, Ν1. αυτός που έχει γένεια τράγου, τραγοπώγων2. (επιτιμητικά) αυτός που διατηρεί μακριά γενειάδα3. (ως υβριστικός χαρακτηρισμός κληρικού) τραγόπαπας.[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -γένης (< γένι), πρβλ. ασπρο-γένης].
Dictionary of Greek. 2013.